- λίποιεν
- λείπωleaveaor opt act 3rd plλιπάωto be sleekpres opt act 3rd pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετώσιος — ἐτώσιος, ον (Α) (επικ. επίθ.) 1. μάταιος, άσκοπος («βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός», Ομ. Ιλ.) 2. ανωφελής, άχρηστος, περιττός («σὺ δ ἐτώσια πόλλ ἀγορεύσεις», Ησίοδ.) 3. αυτός που δεν έχει φθάσει εις πέρας, ανεκτέλεστος, ατέλειωτος («τὸ δ ἔργον… … Dictionary of Greek